- καραδόκιος
- -α, -ογεωλ.1. αυτός που ανήκει, υπάγεται ή αναφέρεται στο καραδόκιο («καραδόκια πετρώματα»)2. το ουδ. ως ουσ. το καραδόκιογεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τής ορδοβίσιας περιόδου, τα οποία υπέρκεινται τού λανδεΐλου και υπόκεινται τού ασγιλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. caradocien < τοπωνύμιο Caradoc].
Dictionary of Greek. 2013.